- Ἀρκαδικῆς
- ἈρκαδικόςArcadianfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Παν — I Ελληνική θεότητα, το πεδίο δράσης, της οποίας –ο άγριος κόσμος των ποιμένων– ήταν παρόμοιο με εκείνο του Ερμή, τον οποίου θεωρούνταν γιος. Περισσότερο δαίμων παρά θεός, είχε ζωώδη χαρακτηριστικά (παριστανόταν με κέρατα και κατσικίσια πόδια:… … Dictionary of Greek
Σκιέρεια — Αρχαία ελληνική γιορτή, που γινόταν, κάθε τρία χρόνια, στην Αλέα της Αρκαδίας, για να τιμηθεί ο Διόνυσος. Στη γιορτή αυτή, σύμφωνα με χρησμό του μαντείου των Δελφών, μαστίγωναν μέσα στο ναό και μπροστά στο άγαλμα του θεού, τις γυναίκες, όπως… … Dictionary of Greek
άτλαντας — ο (Α ἄτλας και Ἄτλας, αντος) 1. ο μυθικός γίγαντας που βαστούσε τους στύλους του ουρανού 2. ονομασία ανδρικών αγαλμάτων που στήριζαν τον θριγκό οικοδομήματος 3. ο αυχενικός σπόνδυλος στον οποίο στηρίζεται το κεφάλι νεοελλ. 1. συλλογή χαρτών 2.… … Dictionary of Greek
αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να … Dictionary of Greek
βουφάγος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας των Αρκάδων του οποίου το όνομα πήρε ο παραπόταμος του Αλφειού. Ο μύθος αναφέρει ότι ήταν γιος του Ιαπετού και της Θόρνακας και ότι δολοφονήθηκε από την Άρτεμη γιατί φανέρωσε τον ερωτικό του πόθο γι’ αυτήν. Κατά την… … Dictionary of Greek
επάριτοι — ἐπάριτοι, οι (Α) 1. τάγμα στρατιωτών τής αρκαδικής ομοσπονδίας 2. επίλεκτοι, διαλεγμένοι … Dictionary of Greek
κάπυς — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Ασσάρακου και της Ιερομνήμης, κόρης του ποταμού Σιμόεντα. Ήταν πατέρας του Αγχίση και παππούς του Αινεία, επώνυμος της αρκαδικής πόλης Καφύαι και, σύμφωνα με ορισμένους, της ιταλικής Καπύης. 2. Τρώας,… … Dictionary of Greek
μώλος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 45 μ., 3.203 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λοκρίδας του νομού Φθιώτιδας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 139 κάτ.) της Κέρκυρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… … Dictionary of Greek
νυν — (ΑΜ νῡν, Α και ως εγκλιτ. μόριο νυν, νυ) (χρον. επίρρ.) 1. τώρα, κατά τον παρόντα χρόνο, αυτή τη στιγμή ή αυτή την εποχή («πάλαι καὶ νῡν πανταχοῡ...μνημονευομένας», Ισοκρ.) 2. (ενάρθρως ως επίθ.) ο, η, το νυν ο παρών, ο σημερινός, ο τωρινός (α.… … Dictionary of Greek
παός — I Αρχαία πόλη της αρκαδικής Αζανίδας, ερείπια της οποίας σώζονται έως τις μέρες μας. Η πόλη, που λεγόταν και Παίος, άκμασε τον 7o και 6o αι. π.Χ. Ήταν πατρίδα του Ευφορίωνα. Στα χρόνια του Παυσανία η πόλη είχε υποδουλωθεί στους Κλειτορίους. II… … Dictionary of Greek